Όνομα (sustantivo)
[anˈxina]
Η λέξη "angina" στα ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε μια κατάσταση του καρδιοαγγειακού συστήματος που προκαλεί πόνο στο στήθος, συνήθως λόγω ανεπαρκούς ροής αίματος προς την καρδιά. Χρησιμοποιείται επίσης στη ιατρική για να περιγράψει άλλες καταστάσεις, όπως η αμυγδαλίτιδα (angina fugax).
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα και σε προφορικές και γραπτές επικοινωνίες που αφορούν θέματα υγείας. Είναι σύνηθες να ακούγεται σε κλινικές επισκέψεις ή διάγνωση.
El paciente llegó con angina severa. Ο ασθενής ήρθε με σοβαρή αγγειίτιδα.
La angina puede ser un signo de una enfermedad cardíaca. Η αγγειίτιδα μπορεί να είναι σύμπτωμα καρδιοπάθειας.
Es importante tratar la angina para evitar complicaciones. Είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί η αγγειίτιδα για να αποφευχθούν επιπλοκές.
Η λέξη "angina" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να περιλαμβάνεται σε κλινικούς ή ιατρικούς όρους.
"Sufrir de angina de pecho" "Να πάσχει από αγγειίτιδα στο στήθος".
"Diagnosticar angina estable" "Να διαγνωσθεί σταθερή αγγειίτιδα".
"Tratar la angina inestable" "Να αντιμετωπιστεί η ασταθής αγγειίτιδα".
Η λέξη "angina" προέρχεται από το λατινικό "angina", το οποίο σημαίνει "πιέζω" ή "σφίγγω", που σχετίζεται με την αίσθηση πίεσης ή δύσπνοιας που προκαλεί η κατάσταση αυτή.
Συνώνυμα: - Isquemia (ισχαιμία) - Dolor torácico (θωρακικός πόνος)
Αντώνυμα: - Saludable (υγιής) - Bienestar (ευεξία)