Η λέξη "anguila" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "anguila" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /aŋˈɡila/.
Η λέξη "anguila" αναφέρεται σε έναν τύπο ψαριού που ανήκει στην οικογένεια των αγγιλών. Είναι γνωστή για το μακρύ, κυλινδρικό σώμα της και τη συνήθως βρώσιμη σάρκα της. Στη γλώσσα των Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε θαλάσσια ή γλυκά νερά και τη βιολογία των ψαριών. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε παρασκευές φαγητών και στη ζαχαροπλαστική, ειδικά σε περιοχές όπου το χέλι είναι παραδοσιακό πιάτο.
"Το χέλι είναι ένα πολύ εκτιμημένο ψάρι στη γαστρονομία."
"Los pescadores están atrapando anguilas en el río."
"Οι ψαράδες πιάνουν χέλια στον ποταμό."
"Me encanta comer anguila al horno."
Η λέξη "anguila" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που αφορούν το χέλι στη γλώσσα των Ισπανικά:
"Είμαι σαν ένα χέλι." (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ευέλικτος ή δύσκολα πιάσιμος.)
"Saber a anguila."
"Γεύεται σαν χέλι." (Αναφέρεται σε μια γεύση που είναι πολύ συγκεκριμένη ή ιδιαίτερη, συνήθως θετική.)
"No se puede agarrar a la anguila."
Η λέξη "anguila" προέρχεται από το λατινικό "anguilla", το οποίο είναι υποκοριστικό του "anguis", που σημαίνει "φίδιο". Αυτό δείχνει την ομοιότητα της μορφής του χελιού με αυτήν των φιδιών.
Συνώνυμα: - Eel (Αγγλικά)
Αντώνυμα: - Ψάρι (σε γενικές κατηγορίες, καθώς τα χέλια ανήκουν σε συγκεκριμένη κατηγορία ψαριών αλλά δεν καλύπτουν την ευρύτερη έννοια του ψαριού λόγω της μορφολογίας τους).