Η λέξη «angustiado» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου ένα άτομο αισθάνεται πίεση, άγχος ή θλίψη. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε καταστάσεις που αφορούν συναισθηματικές ή ψυχολογικές δύσκολες περιπτώσεις.
Είμαι αγχωμένος για την αυριανή εξέταση.
Ella se siente angustiada después de la noticia.
Η λέξη «angustiado» χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Να είσαι αγχωμένος όπως ένα ψάρι έξω από το νερό.
Me tiene angustiado la situación.
Με έχει αγχώσει η κατάσταση.
Después de hablar con ella, me siento más angustiado.
Αφού μίλησα μαζί της, αισθάνομαι πιο αγχωμένος.
No quiero seguir angustiado así.
Δεν θέλω να συνεχίσω να είμαι έτσι αγχωμένος.
Estar angustiado por el futuro.
Η λέξη «angustiado» προέρχεται από το ρήμα «angustiar», το οποίο σημαίνει «ανεβάζω πίεση ή άγχος». Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια του «στενού» ή «σφιχτού», που παραπέμπει σε συναισθήματα πίεσης.
afligido (θλιμμένος)
Αντώνυμα: