Angustiar είναι ρήμα.
/aŋɡusˈtjaɾ/
Η λέξη angustiar αναφέρεται στο να προκαλεί κανείς αγωνία, στενοχώρια ή θλίψη σε κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά παρατηρείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, λόγω της συναισθηματικής της έντασης. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή στα λογοτεχνικά κείμενα, καθώς και σε συζητήσεις που αφορούν συναισθηματική κατάσταση ή ψυχική υγεία.
Αυτή η είδηση με αγχώνει πολύ.
No quiero angustiarte con mis problemas.
Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω με τα προβλήματά μου.
Las incertidumbres a menudo angustian a la gente.
Το angustiar χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ευρέως διαδεδομένες. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις που δείχνουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο περιγραφικές φράσεις:
Με αγχώνει να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σε χάσω.
No dejes que tus dudas te angustien demasiado.
Μην αφήνεις τις αμφιβολίες σου να σε αγχώνουν πολύ.
La situación en el trabajo me está angustiando.
Η κατάσταση στη δουλειά με αγχώνει.
Angustiarse por el futuro es algo común en jóvenes.
Να αγχώνεσαι για το μέλλον είναι κάτι κοινό στους νέους.
La presión de los exámenes puede angustiar a los estudiantes.
Η πίεση των εξετάσεων μπορεί να αγχώσει τους μαθητές.
Me angustia ver a alguien que sufre.
Η λέξη angustiar προέρχεται από το λατινικό "angustiare", το οποίο σημαίνει "περιορίζω" ή "στενώ", προερχόμενο από το "angustus", που σημαίνει "στενός". Αυτή η ετυμολογία συνδέεται με την αίσθηση του περιορισμού που συνδέεται με την αγωνία ή τη θλίψη.
Συνώνυμα: - Afligir (να λυπάται) - Estresar (να προκαλεί άγχος) - Tristecer (να θλίβει)
Αντώνυμα: - Alegrar (να ευχαριστεί) - Animar (να ενθαρρύνει) - Regocijar (να χαροποιεί)