angustioso: Επίθετο
[angu'stjoso]
Η λέξη angustioso προέρχεται από τη ρίζα "angustia" που σημαίνει άγχος ή στενοχώρια. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα που προκαλούν άγχος, πίεση ή δυσφορία. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε γραπτές περιγραφές ή λογοτεχνικά έργα.
Η οικονομική κατάσταση είναι αγχωτική για πολλές οικογένειες.
Me siento angustioso cuando pienso en el futuro.
Νιώθω άγχος όταν σκέφτομαι το μέλλον.
El examen de mañana me tiene angustioso.
Η λέξη angustioso χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά που αποδίδουν συναισθήματα ή καταστάσεις άγχους.
Έζησαν μια αγχωτική στιγμή στο νοσοκομείο.
Una relación angustiosa
Ήταν σε μια αγχωτική σχέση που ήθελε να τελειώσει.
Sentirse angustioso por algo
Αυτή νιώθει άγχος για τα προβλήματα υγείας της μητέρας της.
Pensamientos angustiosos
Η λέξη προέρχεται από την ισπανική ρίζα "angustia", η οποία έχει τις ρίζες της στο λατινικό "angustia", που σημαίνει στενότητα ή πίεση.
Συνώνυμα: - apremiante (επείγον) - estresante (στρεσογόνος)
Αντώνυμα: - relajante (χαλαρωτικός) - placentero (ευχάριστος)