Ρήμα
/ãˈelaɾ/
Η λέξη "anhelar" στα ισπανικά σημαίνει να επιθυμείς κάτι έντονα ή να έχεις μια βαθιά λαχτάρα για κάτι, συχνά με μια συναισθηματική ή νοσταλγική διάσταση. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο λόγω του ρομαντικού και εκφραστικού της χαρακτήρα.
Θέλω να λαχταρώ τα όνειρά μου.
A veces anhelo los días de mi infancia.
Κάποιες φορές νοσταλγώ τις μέρες της παιδικής μου ηλικίας.
Ella anhela un mundo mejor.
Η λέξη "anhelar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, υποδεικνύοντας συναισθηματικές καταστάσεις ή επιθυμίες:
Λαχταρώ με την καρδιά μου.
Anhelar el pasado.
Λαχταρώ το παρελθόν.
Anhelar a alguien.
Λαχταρώ κάποιον.
Anhelar la libertad.
Λαχταρώ την ελευθερία.
Anhelar un sueño perdido.
Η λέξη "anhelar" προέρχεται από το λατινικό "anhelare", που σημαίνει «να αναστενάζω», και αρχικά συνδέονταν με την έννοια του να επιθυμείς κάτι με πόθο.
Συνώνυμα: - desear (να επιθυμώ) - ansiar (να ανυπομονώ)
Αντώνυμα: - despreciar (να περιφρονώ) - detestar (να μισώ)