Το "anhelo" είναι ουσιαστικό.
[anˈelo]
Το "anhelo" αναφέρεται σε μια έντονη επιθυμία ή πόθο για κάτι, συχνά συναισθηματικής φύσης. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και εμφανίζεται συχνά σε ποιήματα ή λογοτεχνικά κείμενα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, αν και είναι λιγότερο συχνό.
Siento un anhelo profundo por la libertad.
(Νιώθω μια βαθιά πόθο για την ελευθερία.)
Su anhelo de viajar por el mundo nunca se apagó.
(Η επιθυμία της να ταξιδέψει γύρω από τον κόσμο ποτέ δεν σβήνει.)
El anhelo de amor puede ser abrumador a veces.
(Η λαχτάρα για αγάπη μπορεί μερικές φορές να είναι συντριπτική.)
Το "anhelo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, εκφράζοντας διάφορους τύπους επιθυμιών.
Anhelo de un sueño.
(Πόθος για ένα όνειρο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη βαθιά επιθυμία κάποιου να πραγματοποιήσει έναν προσωπικό στόχο ή όνειρο.
Anhelo que me abrace la felicidad.
(Λαχτάρα να με αγκαλιάσει η ευτυχία.)
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την επιθυμία για ευτυχία και ικανοποίηση στη ζωή.
El anhelo de tiempos pasados.
(Η λαχτάρα για τα περασμένα χρόνια.)
Αναφέρεται στη νοσταλγία για το παρελθόν και τις καλές στιγμές που έχουν περάσει.
Anhelo de conocer nuevos lugares.
(Πόθος να γνωρίσουμε νέα μέρη.)
Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις πλανώνεων ταξιδιωτών ή εξερευνητών.
Η λέξη "anhelo" προέρχεται από το λατινικό "anhelus", που επίσης σημαίνει "πόθος" ή "λαχτάρα". Το ριζικό στοιχείο "anhel-" σχετίζεται με την έννοια της αναπνοής ή του αναστεναγμού, υποδηλώνοντας μια βαθιά καταγραφή επιθυμίας.