aniñarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου:
Η λέξη "aniñarse" στα Ισπανικά είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή:
aniˈɲarse
Χρήση:
Η λέξη "aniñarse" χρησιμοποιείται συνήθως στον προφορικό λόγο και σημαίνει "να γίνεται παιδίκος" ή "να συμπεριφέρεται σαν παιδί".
Παραδειγματικές προτάσεις:
- No te aniñes tanto y afronta tus responsabilidades. (Μην το παίρνεις τόσο παιδικά και αντιμετώπισε τις ευθύνες σου.)
- Su forma de hablar se aniña cuando está nervioso. (Ο τρόπος που μιλάει γίνεται παιδικός όταν είναι νευρικός.)
- Me molesta su actitud aniñada en situaciones serias. (Με ενοχλεί η παιδική συμπεριφορά του σε σοβαρές καταστάσεις.)
Ετυμολογία:
Η λέξη "aniñarse" προέρχεται από το ρήμα "niñar", που σημαίνει "να γίνεται παιδί".
Συνώνυμα και Αντώνυμα:
- Συνώνυμα: comportarse como un niño, actuar infantilmente
- Αντώνυμα: madurar, crecer