Το "anillo" είναι ουσιαστικό.
/aˈniʎo/
Η λέξη "anillo" αναφέρεται σε ένα κυκλικό ή στρογγυλό αντικείμενο που συνήθως φοριέται στο δάχτυλο ως κόσμημα. Μπορεί επίσης να έχει συμβολικές αξίες, όπως οι γάμοι ή οι δεσμεύσεις. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές ή πολιτιστικές συζητήσεις και είναι κοινή στον προφορικό και γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή.
(Μου έδωσε ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά μου.)
"El anillo de compromiso es muy hermoso."
(Το δαχτυλίδι αρραβώνων είναι πολύ όμορφο.)
"Ella lleva un anillo en el dedo índice."
Ο όρος "anillo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Στην πείνα δεν υπάρχει κακό ψωμί, ούτε δαχτυλίδι που να μην φορεθεί.)
"El anillo de la verdad."
(Το δαχτυλίδι της αλήθειας - αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που αποκαλύπτει την αλήθεια.)
"Anillo tras anillo, se forma la cadena."
(Δαχτυλίδι πίσω από δαχτυλίδι, σχηματίζεται η αλυσίδα.)
"Un anillo en la mano, un corazón en el pecho."
Η λέξη "anillo" προέρχεται από το λατινικό "annulus", που σημαίνει "μικρός δακτύλιος".
Συνώνυμα: - aro (δαχτυλίδι, αλλά με πιο γενική έννοια)
Αντώνυμα: - deshacer (ξενατίζω, καθώς η έννοια μπορεί να προέρχεται από την ακύρωση δέσμευσης ή συμφωνίας, σε αντιδιαστολή με το συμβολισμό του δαχτυλιδιού ως δέσμευση).