Η λέξη "anillos" είναι ένα ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
/aniʎos/
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "anillos" αναφέρεται σε δαχτυλίδια, που είναι κοσμήματα που φοριούνται κυρίως στα δάχτυλα. Μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικούς τύπους δαχτυλιδιών, όπως γαμπριάτικα, αρραβώνα, και άλλα διακοσμητικά κοσμήματα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό.
Los anillos de boda son muy significativos.
(Τα δαχτυλίδια γάμου είναι πολύ σημαντικά.)
Compré varios anillos en la joyería.
(Αγόρασα διάφορα δαχτυλίδια στο κοσμηματοπωλείο.)
Ella lleva anillos en todos los dedos.
(Φοράει δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα.)
Echar anillo al dedo
(Να είναι κάτι ιδανικό ή τέλειο για κάποιον.)
Σημαίνει ότι κάτι ταιριάζει πολύ σε κάποιον.
Π.χ.: Esa casa es perfecta, le echa anillo al dedo.
(Αυτή η casa είναι τέλεια, του ταιριάζει απόλυτα.)
Anillo al dedo
(Κάτι που έρχεται στην κατάλληλη στιγμή.)
Π.χ.: La oferta me vino anillo al dedo.
(Η προσφορά μου ήρθε στην κατάλληλη στιγμή.)
No hay anillo sin dedo
(Κάθε πράγμα έχει το κατάλληλο του.)
Π.χ.: Siempre hay alguien para cada oferta, no hay anillo sin dedo.
(Πάντα υπάρχει κάποιος για κάθε προσφορά, κάθε πράγμα έχει το κατάλληλο του.)
Η λέξη "anillo" προέρχεται από το λατινικό "anellus", το οποίο σημαίνει "μικρός δακτύλιος".
Συνώνυμα: - aros (δαχτυλίδια, μερικές φορές αναφέρεται σε κρυστάλλινες ή μεταλλικές κύκλους)
Αντώνυμα: - no hay (δεν υπάρχει, σε αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχουν πραγματικά αντώνυμα)
Αυτή είναι η αντιμετώπιση της λέξης "anillos" στην ισπανική γλώσσα.