Η λέξη "anima" είναι ουσιαστικό.
/ˈa.ni.ma/
Η λέξη "anima" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί στο πνεύμα ή την ψυχή ενός ατόμου ή ενός όντος. Είναι συχνά σχετική με φιλοσοφικές, θρησκευτικές ή καλλιτεχνικές συζητήσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε πιο μεταφορικά ή μη υλιστικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου, όπως το συναίσθημα ή η προσωπικότητα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, με κοινή παρουσία τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
La anima de esta ciudad es su cultura única.
(Η ψυχή αυτής της πόλης είναι η μοναδική της κουλτούρα.)
Necesitamos cuidar de nuestra anima para ser felices.
(Πρέπει να φροντίσουμε την ψυχή μας για να είμαστε ευτυχισμένοι.)
El artista captura la anima de sus personajes en sus obras.
(Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει την ψυχή των χαρακτήρων του στα έργα του.)
Tener alma de artista.
(Να έχεις ψυχή καλλιτέχνη.)
(Αναφέρεται σε άτομα που διαθέτουν δημιουργικό πνεύμα.)
Poner toda el alma en algo.
(Να βάζεις όλη σου την ψυχή σε κάτι.)
(Σημαίνει να δουλεύεις με πλήρη αφοσίωση.)
Ser una anima en pena.
(Να είσαι μια ψυχή που πενθεί.)
(Αναφέρεται σε κάποιον που νιώθει πολύ λυπημένος ή απογοητευμένος.)
Η λέξη "anima" προέρχεται από το λατινικό "anima", που σημαίνει "πνοή" ή "ψυχή". Έχει επηρεάσει πολλές γλώσσες μέσω των φιλοσοφικών και θεολογικών συζητήσεων για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης "anima".