Η λέξη "animal" είναι ουσιαστικό.
/a.niˈmal/
Η λέξη "animal" αναφέρεται σε έναν οργανισμό που ανήκει στο βασίλειο Animalia, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα ζωντανά πλάσματα που δεν είναι φυτά, μύκητες ή βακτήρια. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών, από τα κατοικίδια έως τα άγρια ζώα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς και σε περιγραφές κειμένων για τη φύση, την επιστήμη και την ιατρική.
El perro es un animal leal.
(Ο σκύλος είναι ένα πιστό ζώο.)
En la selva hay muchos tipos de animal.
(Στη ζούγκλα υπάρχουν πολλά είδη ζώων.)
Η λέξη "animal" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ser un animal
(Να είσαι ένα ζώο)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμπεριφέρεται άσχημα ή ανωριμότερα.
"No seas un animal, respeta a los demás."
(Μην είσαι ένα ζώο, σεβάσου τους άλλους.)
Animal de compañía
(Κατοικίδιο ζώο)
Αναφέρεται σε ζώα που κρατούν οι άνθρωποι για συντροφιά.
"Mis gatos son mis animales de compañía favoritos."
(Οι γάτες μου είναι τα αγαπημένα μου κατοικίδια ζώα.)
Hombre animal
(Αναφέρθηκε σε κάποιον που είναι πιο φυσικός ή που ενεργεί ως "ζώο").
"Él actúa como un hombre animal cuando está enojado."
(Ενεργεί σαν ζώο όταν είναι θυμωμένος.)
Η λέξη "animal" προέρχεται από το λατινικό "animalis", το οποίο σημαίνει "ζωντανός" και σχετίζεται με το ρήμα "anima", που σημαίνει "ψυχή" ή "ζωή".
Συνώνυμα: - Bestia (κτήνος) - Criatura (πλάσμα)
Αντώνυμα: - Planta (φυτό) - Insecto (έντομο) (στον εξειδικευμένο τομέα)