Το "aniquilar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "aniquilar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /aniˈkilɑɾ/
Το "aniquilar" σημαίνει την πλήρη και ολική εξάλειψη ή απόλυτη καταστροφή κάποιου ή κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις που αναφέρεται σε στρατιωτικές ή καταστροφικές ενέργειες.
Το "aniquilar" έχει σχετικά υψηλή συχνότητα χρήσης σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε στρατιωτικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λιγότερο συχνά, αλλά κατανοείται ευρέως.
Οι στρατιώτες είχαν την αποστολή να αφανίσουν τους εχθρούς.
El virus fue aniquilado por la vacuna.
Ο ιός αφανίστηκε από το εμβόλιο.
Su objetivo era aniquilar toda forma de oposición.
Το "aniquilar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, έστω και σπάνια. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα:
Να αφανίσω τις αμφιβολίες.
Aniquilar la competencia.
Να καταστρέψω τον ανταγωνισμό.
Aniquilar el miedo.
Να αφανίσω τον φόβο.
Aniquilar el problema de raíz.
Η λέξη "aniquilar" προέρχεται από το λατινικό "aniquilare", που σημαίνει "να καταστρέφω" ή "να αφανίζω", και βασίζεται στην ρίζα "an-" που υποδηλώνει negation (αρνητικό) και "culare" που σχετίζεται με την δράση ή την κατάσταση.
Συνώνυμα: - Destruir (καταστρέφω) - Exterminar (εξοντώνω) - Aniquilación (εξαφάνιση)
Αντώνυμα: - Crear (δημιουργώ) - Proteger (προστατεύω) - Conservar (διατηρώ)