Το "ano" είναι ένα ουσιαστικό.
/a.no/
Η λέξη "ano" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται στο πρωκτό, δηλαδή το τελευταίο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και ανατομικά συμφραζόμενα. Η λέξη είναι κοινή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε ιατρικές συζητήσεις.
El ano es una parte importante del sistema digestivo.
(Ο πρωκτός είναι ένα σημαντικό κομμάτι του πεπτικού συστήματος.)
La revisión anual incluye un examen del ano.
(Η ετήσια εξέταση περιλαμβάνει έναν έλεγχο του πρωκτού.)
Η λέξη "ano" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και λεξιλόγιο.
Tomar por el ano
(Πηγαίνεις από το πρωκτό) - αναφέρεται σε κάτι που γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο ή σε μια σοβαρή κατάσταση.
No hay dolor en el ano
(Δεν υπάρχει πόνος στον πρωκτό) - χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απλό ή χωρίς δυσκολίες.
Estar como un ano
(Να είσαι σαν ένα πρωκτό) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ανίκανος ή αδύναμος.
A veces hay que tomar por el ano algunas decisiones difíciles.
(Μερικές φορές πρέπει να πάρεις κάποιες δύσκολες αποφάσεις με έναν ιδιαίτερο τρόπο.)
En la vida, a menudo no hay dolor en el ano si sabes cómo enfrentar los problemas.
(Στη ζωή, συχνά δεν υπάρχει πόνος στον πρωκτό αν ξέρεις πώς να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα.)
Η λέξη "ano" προέρχεται από την λατινική λέξη "anus", που σημαίνει "δώρος" ή "κύκλος". Η χρήση της έχει διατηρηθεί στην ιατρική ορολογία.
Αυτή είναι μια συνοπτική κατανόηση της λέξης "ano" στα Ισπανικά, εστιάζοντας στις ιατρικές και ανατομικές της πτυχές.