Anonimato είναι ουσιαστικό.
/anoniˈmato/
Η λέξη anonimato αναφέρεται στην κατάσταση ή το χαρακτηριστικό της ανωνυμίας, δηλαδή του να είναι κάποιος άγνωστος ή να μην αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, όπως στις διαδικτυακές αλληλεπίδράσεις ή κατά τη διάρκεια της συμμετοχής σε δημόσιες ή κοινωνικές δραστηριότητες χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητα του ατόμου. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, αλλά έχει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε νομικά και κοινωνικά κείμενα.
Η ανωνυμία στο διαδίκτυο μπορεί να προστατεύσει την ιδιωτικότητα των χρηστών.
En la encuesta, se garantizó el anonimato de los participantes.
Η λέξη anonimato δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, χρησιμοποιείται σε κάποιες φράσεις και περιπτώσεις.
Αυτή προτιμά να ζει στην ανωνυμία και όχι στο δημόσιο μάτι.
Buscar el anonimato: αναφέρεται στην επιθυμία κάποιου να παραμείνει ανώνυμος.
Πολλοί καλλιτέχνες αναζητούν την ανωνυμία μετά από χρόνια φήμης.
Ceder el anonimato: σημαίνει να αποδεχτεί κάποιος την αναγνώριση ή την ταυτότητα του.
Η λέξη anonimato προέρχεται από το ελληνικό "ανώνυμος" μέσω του άμεσου δανεισμού της από τα λατινικά, όπου σημαίνει "χωρίς όνομα".
Συνώνυμα: - Anonimidad (ανώνυμία) - Oscuridad (σκοτεινότητα)
Αντώνυμα: - Identidad (ταυτότητα) - Fama (φήμη)