Είναι ουσιαστικό (femenino - θηλυκό).
/ˈan.sja/
Η λέξη "ansia" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια κατάσταση βαθιάς ανησυχίας ή άγχους. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ψυχολογική κατάσταση όπου ένα άτομο αισθάνεται έντονη νευρικότητα ή φόβο. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην ψυχιατρική για να απεικονίσει συναισθηματικές διαταραχές.
Η χρήση της λέξης "ansia" είναι συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, ενώ είναι και αρκετά κοινή στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με την ψυχολογία και την ψυχιατρική.
La ansia que siento antes de un examen es insoportable.
(Η ανησυχία που νιώθω πριν από μια εξέταση είναι ανυπόφορη.)
Ella lucha contra la ansia todos los días.
(Αυτή μάχεται με την ανησυχία κάθε μέρα.)
El médico le recomendó técnicas para controlar la ansia.
(Ο γιατρός του συνέστησε τεχνικές για να ελέγξει την ανησυχία.)
Η λέξη "ansia" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Εξήγηση: Υποδεικνύει μια καταγωγή μόνιμης ανησυχίας ή άγχους.
Tener ansia por algo.
(Να έχεις ανησυχία για κάτι.)
Εξήγηση: Δηλώνει ότι κάποιος ανησυχεί για κάτι συγκεκριμένο.
Vivir con ansia.
(Να ζει κανείς με ανησυχία.)
Εξήγηση: Υποδηλώνει μια κατάσταση μόνιμης ανησυχίας στη ζωή κάποιου.
La ansia me consume.
(Η ανησυχία με καταναλώνει.)
Εξήγηση: Δείχνει ότι η ανησυχία έχει γίνει πολύ έντονη για κάποιον.
Transformar la ansia en energía positiva.
(Να μετατρέπεις την ανησυχία σε θετική ενέργεια.)
Η λέξη "ansia" προέρχεται από το λατινικό "anxietas", που σημαίνει φόβος ή ανησυχία.