Το "ansioso" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική του αποτύπωση σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /anˈsjo.so/
Η λέξη "ansioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον συναισθηματικό ή ψυχολογικό κράτος κάποιου που είναι αγχωμένος, ανήσυχος ή πλήρης προσμονής, συνήθως σε σχέση με κάτι που μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Spanisch: Estoy ansioso por el resultado del examen.
Ελληνικά: Είμαι ανήσυχος για το αποτέλεσμα της εξέτασης.
Spanisch: Ella se siente ansiosa antes de su presentación.
Ελληνικά: Αυτή νιώθει αγχώδης πριν από την παρουσίασή της.
Spanisch: Los niños estaban ansiosos por abrir los regalos.
Ελληνικά: Τα παιδιά ήταν ανήσυχα να ανοίξουν τα δώρα.
Στα Ισπανικά, η λέξη "ansioso" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Spanisch: Estoy ansioso como un niño en Navidad.
Ελληνικά: Είμαι ανήσυχος σαν ένα παιδί τα Χριστούγεννα.
Spanisch: No seas ansioso, todo llega a su tiempo.
Ελληνικά: Μην είσαι ανήσυχος, όλα έρχονται στον καιρό τους.
Spanisch: Me pongo ansioso al pensar en el futuro.
Ελληνικά: Γίνομαι ανήσυχος όταν σκέφτομαι το μέλλον.
Spanisch: Ella siempre se pone ansiosa antes de una cita.
Ελληνικά: Αυτή πάντα γίνεται ανήσυχη πριν από ένα ραντεβού.
Η λέξη "ansioso" προέρχεται από το ρήμα "ansiar", το οποίο στηρίζεται στην λατινική ρίζα "anxius", που σημαίνει "αγχωμένος" ή "ανήσυχος".
Συνώνυμα: - inquieto (ανήσυχος) - preocupado (προβληματισμένος)
Αντώνυμα: - tranquilo (ήσυχος) - sereno (ηρεμισμένος)