Η λέξη "anta" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "anta" είναι /ˈanta/.
Η λέξη "anta" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "άντα" ή "δοκός".
Στα Ισπανικά, "anta" αναφέρεται σε μία δομή, συνήθως χρησιμοποιούμενη στην αρχιτεκτονική, που αποτελεί τμήμα του τοίχου ή της βάσης που στηρίζει μία κατασκευή. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιεχόμενο που σχετίζεται με ιστορικά ή παραδοσιακά κτίρια και εξετάζεται σε σχέση με την αρχαία αρχιτεκτονική.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "anta" είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική, την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο εκτός από εξειδικευμένες συζητήσεις για κτιριακά χαρακτηριστικά.
Οι άντες είναι σημαντικά στοιχεία στην αποικιακή αρχιτεκτονική.
El diseño de la casa incluye antas para mejorar la estabilidad.
Ο σχεδιασμός του σπιτιού περιλαμβάνει άντες για να βελτιώσει τη σταθερότητα.
Algunas antas han sido preservadas en sitios arqueológicos.
Η λέξη "anta" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε αρχιτεκτονικά συμφραζόμενα. Μερικές φράσεις που τη χρησιμοποιούν μπορεί να είναι σχετικές με τη δομή και τη στήριξη.
Η κατασκευή πάνω σε μία σταθερή άτα διασφαλίζει τη διάρκεια.
Las antas marcan la transición entre el espacio interno y externo.
Οι άντες σηματοδοτούν τη μετάβαση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου.
El uso de antas en la restauración ayuda a mantener la autenticidad.
Η λέξη "anta" προέρχεται από τη λατινική λέξη "anta", που αναφέρεται σε έναν κάθετο δομικό στοιχείο ή ζωντάνια. Συνδέεται με τις αρχαίες μεθόδους κατασκευής και έχει διατηρηθεί στην αρχιτεκτονική γλώσσα κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Συνώνυμα:
- Construcción (κατασκευή)
- Soporte (στήριγμα)
Αντώνυμα:
- Hueco (κενό)
- Decrecer (μειώνω)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "anta" στον ισπανικό και ελληνικό περιβάλλον.