Η λέξη "antecedentes" είναι ουσιαστικό και αφορά τον πληθυντικό αριθμό.
/ãnteθe̝n̪te̝s/
Η λέξη "antecedentes" αναφέρεται σε γεγονότα, στοιχεία ή πληροφορίες που προηγούνται ή συνδέονται με άλλα γεγονότα. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα του δικαίου για να αναφέρεται σε προηγούμενα περιστατικά ή νομικές αλληλουχίες που μπορεί να επηρεάσουν την εκδίκαση μιας υπόθεσης. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά σε νομικά κείμενα και επίσημες αναφορές.
"Τα προηγούμενα στοιχεία της υπόθεσης είναι καθοριστικά για την επίλυσή της."
"Es importante considerar los antecedentes familiares al evaluar la salud mental."
Η λέξη "antecedentes" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε νομικά κείμενα που περιλαμβάνουν συνηθισμένες φράσεις.
"Τα ποινικά προηγούμενα μπορεί να επηρεάσουν τις ευκαιρίες απασχόλησης."
"Debemos investigar los antecedentes antes de tomar una decisión."
"Πρέπει να ερευνήσουμε τα προηγούμενα δεδομένα πριν πάρουμε απόφαση."
"Los antecedentes históricos son esenciales para entender la cultura actual."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "antecedens", το οποίο σημαίνει "προγενέστερος" ή "προηγούμενος".
Συνώνυμα: - antecedentes penales: ποινικά προηγούμενα - antecedentes familiares: οικογενειακά προηγούμενα
Αντώνυμα: - sucesores: διάδοχοι - posteriores: μεταγενέστεροι