Η λέξη "antepasado" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /antepa'saðo/
Η λέξη "antepasado" αναφέρεται σε άτομο που έχει ζήσει πριν από έναν άλλον, συνήθως σε σχέση με συγγένεια ή οικογένεια. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει προηγούμενους προγόνους και συναντάται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την καταγωγή και τις οικογενειακές ρίζες. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα ή σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν την ιστορία και την καταγωγή.
Mis antepasados vivieron en este pueblo durante siglos.
Οι πρόγονοί μου ζούσαν σε αυτό το χωριό για αιώνες.
Es importante conocer la historia de nuestros antepasados.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία των προγόνων μας.
Los antepasados de mi familia eran agricultores.
Οι πρόγονοι της οικογένειάς μου ήταν αγρότες.
Η λέξη "antepasado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις ισπανικά. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις που αναφέρονται στους προγόνους ή την οικογενειακή κληρονομιά περιλαμβάνουν:
Hijos de antepasados ilustres.
Παιδιά διάσημων προγόνων.
La herencia de nuestros antepasados.
Η κληρονομιά των προγόνων μας.
Recuerdos de antepasados.
Αναμνήσεις από προγόνους.
Los valores de nuestros antepasados nos guían hoy.
Οι αξίες των προγόνων μας μας καθοδηγούν σήμερα.
El legado de los antepasados es fundamental para nuestra identidad.
Η κληρονομιά των προγόνων είναι θεμελιώδης για την ταυτότητά μας.
Η λέξη "antepasado" προέρχεται από τη σύνθεση των λατινικών ριζών "ante" (πριν) και "passare" (περνάω), υποδηλώνοντας τους ανθρώπους που έχουν ζήσει πριν από εμάς.
Συνώνυμα: - progenitor (προγονός) - ascendiente (ανοδικός, πρόγονος)
Αντώνυμα: - descendiente (απογόνος) - sucesor (διάδοχος)