anterioridad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

anterioridad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "anterioridad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική της μεταγραφή είναι: /anteɾjoɾiˈðað/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Η λέξη "anterioridad" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - προηγούμενη κατάσταση - προτεραιότητα - προγενέστερο

Σημασία της λέξης

Η λέξη "anterioridad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι προηγούμενο χρονικά ή λογικά. Χρησιμοποιείται σε νομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει το δικαίωμα ή την προτίμηση που έχει κάποιος λόγω του αν υπάρχει προηγούμενο. Στη γλώσσα των καθημερινών συνομιλιών, αναφέρεται σε κάτι που συνέβη πριν από κάτι άλλο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και εμφανίζεται συχνότερα στο γραπτό λόγο, όπως σε νομικά κείμενα ή ακαδημαϊκές εργασίες.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La anterioridad de los hechos es fundamental en este caso.
  2. Η προγενέστερη κατάσταση των γεγονότων είναι θεμελιώδης σε αυτή την περίπτωση.

  3. Se debe tener en cuenta la anterioridad en la toma de decisiones.

  4. Πρέπει να ληφθεί υπόψη η προτεραιότητα στην λήψη αποφάσεων.

  5. La anterioridad de las pruebas ayudará a resolver el caso.

  6. Η προγενέστερη κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων θα βοηθήσει στην επίλυση της υπόθεσης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "anterioridad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Tener anterioridad sobre otros
  2. Να έχεις προτεραιότητα σε σχέση με άλλους.
  3. Πρόταση: El cliente tenía anterioridad sobre los demás en la cola.
  4. Ο πελάτης είχε προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους στη σειρά.

  5. Dar anterioridad a algo

  6. Να δώσεις προτεραιότητα σε κάτι.
  7. Πρόταση: El jefe decidió dar anterioridad a los proyectos más urgentes.
  8. Ο διευθυντής αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στα πιο επείγοντα έργα.

  9. En virtud de la anterioridad

  10. Με βάση την προηγούμενη κατάσταση.
  11. Πρόταση: En virtud de la anterioridad, se le otorgó el puesto.
  12. Με βάση την προηγούμενη κατάσταση, του δόθηκε η θέση.

  13. Reconocer la anterioridad

  14. Να αναγνωρίσεις την προτεραιότητα.
  15. Πρόταση: Es importante reconocer la anterioridad de sus derechos en este asunto.
  16. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την προτεραιότητα των δικαιωμάτων του σε αυτό το θέμα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "anterioridad" προέρχεται από το επίθετο "anterior", που σημαίνει "προγενέστερος", και το λατινικό "anterioritas". Έχει ρίζες που συνδέονται με την ιδέα του χρόνου και της προτεραιότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: προτεραιότητα, προηγούμενη κατάσταση, προγενέστερο.

Αντώνυμα: επακόλουθο, κατώτερο, ύστερο.



23-07-2024