Το "anticipar" είναι ρήμα.
/antisiˈpaɾ/
Η λέξη "anticipar" στα Ισπανικά σημαίνει να προβλέπεις ή να περιμένεις κάτι πριν αυτό συμβεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιστάσεις, όπως στην οικονομία για να περιγράψει τη διαδικασία πρόβλεψης οικονομικών τάσεων, αλλά και στον νόμο για την πρόβλεψη νομικών συνεπειών. Γενικά, η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο προφορικά όσο και γραπτά. Στον προφορικό λόγο μπορεί να είναι πιο καθημερινή, ενώ στο γραπτό πλαίσιο μπορεί να έχει πιο τεχνική διάσταση.
Es importante anticipar los problemas antes de que ocurran.
(Είναι σημαντικό να προβλέπουμε τα προβλήματα πριν συμβούν.)
La empresa necesita anticipar las tendencias del mercado para ser competitiva.
(Η εταιρεία χρειάζεται να προβλέπει τις τάσεις της αγοράς για να είναι ανταγωνιστική.)
Anticipar las consecuencias de una decisión legal es crucial.
(Η πρόβλεψη των συνεπειών μιας νομικής απόφασης είναι κρίσιμη.)
Η λέξη "anticipar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις στα Ισπανικά.
Anticipar un problema
(Προβλέπω ένα πρόβλημα)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εντοπίζει ή σκέφτεται πιθανά προβλήματα πριν αυτά συμβούν.
Anticipar gastos
(Προβλέπω έξοδα)
Συχνά χρησιμοποιείται στον οικονομικό τομέα για να μιλήσει κάποιος για τις προγραμματισμένες δαπάνες.
Anticipar reacciones
(Προβλέπω αντιδράσεις)
Αφορά την αναγνώριση πιθανών αντιδράσεων από ανθρώπους ή καταστάσεις, όπως σε μια διαπραγμάτευση.
No hay que anticipar las consecuencias
(Δεν πρέπει να προβλέπουμε τις συνέπειες)
Συνήθως χρησιμοποιείται για να υπονοήσει ότι δεν είναι πάντα σωστό να κάνουμε υποθέσεις για κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμη.
Η λέξη "anticipar" προέρχεται από το λατινικό "anticipare", που σημαίνει την πράξη της "πρόβλεψης" ή "της πρόωρης πράξης".
Συνώνυμα: - prever (προβλέπω) - predecir (προφητεύω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - despreciar (παραμελώ)