Ρήμα (verbo)
/an.ti.θiˈpar.se/
Η λέξη "anticiparse" σημαίνει να προβλέπεις ή να ενεργείς πριν από κάποιο γεγονός, προκειμένου να προετοιμαστείς για αυτό. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης συνηθισμένη και στο γραπτό κείμενο, συχνά σε συζητήσεις που αφορούν στρατηγικές ή σχεδιασμούς.
Es mejor anticiparse a los problemas.
(Είναι καλύτερο να προβλέπουμε τα προβλήματα.)
Debes anticiparte a las necesidades del cliente.
(Πρέπει να προλαμβάνεις τις ανάγκες του πελάτη.)
Al anticiparse, se evitaron muchos inconvenientes.
(Με την πρόβλεψη, αποφεύχθηκαν πολλές αναποδιές.)
Η λέξη "anticiparse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Es importante anticiparse a los acontecimientos para tomar decisiones efectivas.
(Είναι σημαντικό να προβλέπουμε τα γεγονότα για να παίρνουμε αποτελεσματικές αποφάσεις.)
No anticiparse a los hechos
(Μην προλαμβάνεις τα γεγονότα)
Es fácil hablar, pero hay que aprender a no anticiparse a los hechos.
(Είναι εύκολο να μιλάς, αλλά πρέπει να μάθεις να μην προλαμβάνεις τα γεγονότα.)
Anticiparse a la competencia
(Προβλέπω τον ανταγωνισμό)
Η λέξη "anticiparse" προέρχεται από το λατινικό "anticipare", που σημαίνει "να έρθεις μπροστά" ή "να προλάβεις".
Συνώνυμα: - Prevenir - Adelantarse - Preparar
Αντώνυμα: - Reaccionar - Después - Retrasar