anticipo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

anticipo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Anticipo είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[an.tiˈθi.po] (στην ισπανική προφορά, μπορεί να διαφέρει ελαφρώς ανάλογα με τη διάλεκτο)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη anticipo χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε μια έννοια προκαταβολής, είτε χρηματικής (π.χ. προκαταβολή σε μισθό ή πληρωμή) είτε σε μια πρόβλεψη ή προόραση ενός γεγονότος. Στη γλώσσα των οικονομικών, η έννοια του anticipo είναι σημαντική για τις συμφωνίες και τις συμβάσεις. Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται και στους τέτοιους τύπους γραπτών κειμένων, όπως συμβάσεις ή λογοτεχνίες. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον καθομιληθέν λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El anticipo del salario es fundamental para muchos trabajadores.
    (Η προκαταβολή του μισθού είναι θεμελιώδης για πολλούς εργαζόμενους.)

  2. Hicimos un anticipo en la compra de la casa.
    (Κάναμε μια προκαταβολή στην αγορά του σπιτιού.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη anticipo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα:

  1. Hacer un anticipo
    (Κάνω μια προκαταβολή)
    «Es común hacer un anticipo antes de firmar un contrato importante.»
    (Είναι κοινό να κάνεις μια προκαταβολή πριν υπογράψεις ένα σημαντικό συμβόλαιο.)

  2. Tomar un anticipo
    (Παίρνω μια προκαταβολή)
    «Decidí tomar un anticipo de mis ahorros para viajar.»
    (Αποφάσισα να πάρω μια προκαταβολή από τις αποταμιεύσεις μου για να ταξιδέψω.)

  3. Anticipo de gastos
    (Προκαταβολή εξόδων)
    «El anticipo de gastos es necesario para realizar la inversión.»
    (Η προκαταβολή εξόδων είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί η επένδυση.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη anticipo προέρχεται από τα λατινικά "anticipare", που σημαίνει "προλαμβάνω", και αποτελείται από το "ante" (πριν) και "capere" (να πιάσω ή να λάβω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Aumento (προβλεπόμενο, αύξηση) - Adelanto (προκαταβολή)

Αντώνυμα: - Retraso (καθυστέρηση) - Pago final (τελική πληρωμή)

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης anticipo στη γλώσσα Ισπανικά.



22-07-2024