Επίθετο (adjetivo).
/ˌæn.tiˈsoʊ.ʃəl/
Η λέξη "antisocial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές ή δεν επιδεικνύει κοινωνική αλληλεπίδραση ή συμπεριφορά. Στο ιατρικό πλαίσιο, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε διαταραχές προσωπικότητας, όπως η "Διαταραχή Αντικοινωνικής Προσωπικότητας".
Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ψυχιατρικές ή κοινωνιολογικές μελέτες.
El joven fue etiquetado como antisocial por su falta de interés en hacer amigos.
(Ο νέος χαρακτηρίστηκε ως αντικοινωνικός λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος να κάνει φίλους.)
El comportamiento antisocial puede ser un signo de problemas emocionales.
(Η αντικοινωνική συμπεριφορά μπορεί να είναι ένδειξη συναισθηματικών προβλημάτων.)
La terapia puede ayudar a las personas antisociales a reintegrarse a la sociedad.
(Η θεραπεία μπορεί να βοηθήσει τα αντικοινωνικά άτομα να επανενταχθούν στην κοινωνία.)
Η λέξη "antisocial" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις:
Hacer algo antisocial:
(Να κάνεις κάτι αντικοινωνικό.)
Unos amigos consideraron antisocial llevar música a todo volumen a la reunión.
(Κάποιοι φίλοι θεώρησαν αντικοινωνικό να φέρουν μουσική σε χαμηλή ένταση στη συνάντηση.)
Comportamiento antisocial:
(Αντικοινωνική συμπεριφορά.)
El comportamiento antisocial en público puede tener consecuencias legales.
(Η αντικοινωνική συμπεριφορά σε δημόσιο χώρο μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.)
Tener actitudes antisociales:
(Να έχεις αντικοινωνικές στάσεις.)
Es preocupante que tenga actitudes antisociales hacia sus compañeros de trabajo.
(Είναι ανησυχητικό ότι έχει αντικοινωνικές στάσεις απέναντι στους συναδέλφους του.)
Η λέξη "antisocial" προέρχεται από το ελληνικό "αντί-" (αντί) και το λατινικό "socialis", που σημαίνει "κοινωνικός".
Συνώνυμα:
- Aislado (απομονωμένος)
- Solitario (μοναχικός)
Αντώνυμα:
- Social (κοινωνικός)
- Sociable (κοινωνικός, φιλικός)