Το "antojarse" είναι ρήμα.
/antoˈxaɾ.se/
Το "antojarse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την επιθυμία ή την ανάγκη που ξυπνά σε κάποιον για κάτι, χωρίς απαραίτητα να είναι μια συγκεκριμένη επιθυμία. Αυτή η λέξη συχνά χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυθόρμητες επιθυμίες ή cravings. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Me antoja un café.
(Μου έρχεται η επιθυμία για έναν καφέ.)
A ella le antoja viajar a la playa.
(Αυτή έχει επιθυμία να ταξιδέψει στη θάλασσα.)
Cada vez que veo chocolate, se me antoja comerlo.
(Κάθε φορά που βλέπω σοκολάτα, μου έρχεται η επιθυμία να τη φάω.)
Το "antojarse" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Se me antoja algo dulce.
(Μου έρχεται η επιθυμία για κάτι γλυκό.)
¿Te antojaste de pizza otra vez?
(Σου ήρθε πάλι η επιθυμία για πίτσα;)
Me antojaron las vacaciones en la playa.
(Μου ξύπνησε η επιθυμία για διακοπές στη θάλασσα.)
No me antoja hacer ejercicio hoy.
(Δεν μου έρχεται η επιθυμία να γυμναστώ σήμερα.)
Siempre se me antoja un postre después de cenar.
(Πάντα μου έρχεται η επιθυμία για ένα γλυκό μετά το δείπνο.)
Η λέξη "antojarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "antojo", που σημαίνει "επιθυμία" ή "κραυγή", συνδυασμένο με το ρήμα "jar" (σχετικό με την έννοια του να προσκαλείς ή να προκαλείς).
Συνώνυμα:
- Desear (να επιθυμείς)
- Anhelar (να λαχταράς)
Αντώνυμα:
- Desinteresarse (να μην ενδιαφέρεσαι)
- Rechazar (να απορρίπτεις)