Το "anudar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "anudar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [a.nuˈðar].
Το "anudar" σημαίνει "να δέσω" ή "να συνδέσω" κάτι, είτε φυσικά δύο αντικείμενα είτε με μεταφορική έννοια, όπως να συνδέσω ιδέες ή θέματα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών, ενώ η συχνότητά του είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περίπου εξίσου και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Voy a anudar el hilo para que no se suelte.
Θα δέσω την κλωστή για να μην ξεφύγει.
Ella quiere anudar los cabos sueltos de su historia.
Αυτή θέλει να συνδέσει τις χαλαρές άκρες της ιστορίας της.
Es importante anudar las relaciones entre los miembros del equipo.
Είναι σημαντικό να συνδέσουμε τις σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας.
Η λέξη "anudar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Anudar la lengua.
Δηλώνει μια κατάσταση όπου κάποιος δεν μπορεί να μιλήσει ή έχει δυσκολία έκφρασης.
Σημαίνει: "Δένω τη γλώσσα."
Anudar los lazos.
Αναφέρεται στην ενίσχυση ή στη διατήρηση των σχέσεων ή δεσμών με άλλους.
Σημαίνει: "Δένω τους δεσμούς."
Anudar los pensamientos.
Σημαίνει να οργανώσεις ή να συνδέσεις τις σκέψεις σου.
Σημαίνει: "Δένω τις σκέψεις."
Anudar una amistad.
Αναφέρεται στη δημιουργία μιας νέας φιλίας ή σχέσης.
Σημαίνει: "Δένω μια φιλία."
Anudar el destino.
Δηλώνει τη σύνδεση των γενεθλίων ή της πορείας των ανθρώπων μέσω γεγονότων.
Σημαίνει: "Δένω το πεπρωμένο."
Η λέξη "anudar" προέρχεται από το λατινικό "nudare", που σημαίνει "γίνομαι γυμνός" ή "εξαφανίζω κάτι που ήταν δεμένο". Η λέξη σχετίζεται με τη δράση του να συγκρατήσεις ή να ενώσεις κάτι.