Ρήμα.
[apaˈβuʝar]
Η λέξη "apabullar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να ηρεμείς ή να καταπραΰνεις κάποιον ή κάτι, συνήθως μέσω κάποιου είδους επιρροής ή παρουσίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε ψυχικές ή συναισθηματικές καταστάσεις, όπου η ανάγκη για ηρεμία είναι έντονη. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
El maestro intenta apabullar a los estudiantes durante el examen.
(Ο δάσκαλος προσπαθεί να καταπραΰνει τους μαθητές κατά τη διάρκεια της εξέτασης.)
Necesito un poco de silencio para apabullar mis pensamientos.
(Χρειάζομαι λίγη ησυχία για να ηρεμήσω τις σκέψεις μου.)
Η λέξη "apabullar" σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις μπορεί να προκαλεί εντύπωση, κυρίως σε συνδυασμούς που σχετίζονται με την ηρεμία ή την καταστολή:
Apabullar a alguien con palabras.
(Καταπραΰνω κάποιον με λόγια.)
Te voy a apabullar con mi apoyo.
(Θα σε καταπραΰνω με την υποστήριξή μου.)
Es su forma de apabullar a los críticos.
(Είναι ο τρόπος του να καταπραΰνει τους κριτικούς.)
El ambiente estaba diseñado para apabullar a los visitantes.
(Το περιβάλλον ήταν σχεδιασμένο για να ηρεμεί τους επισκέπτες.)
Η λέξη "apabullar" προέρχεται από τη συνδυαστική μορφή του προθέματος "a-" που υποδηλώνει κατεύθυνση και του ρήματος "bullir," το οποίο σημαίνει "βράζω" ή "κινώ." Έτσι, η ρίζα έχει να κάνει με την κίνηση και την αναστάτωση που καταπραΰνεται.