Adjetivo
/apaˈɣaðo/
Η λέξη "apagado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σβήσει ή έχει απενεργοποιηθεί. Στην καθημερινή ζωή μπορεί να αναφέρεται σε συσκευές ή ηλεκτρικά φωτιστικά που δεν λειτουργούν. Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει συναισθήματα (π.χ., κάποιον που είναι απογοητευμένος ή δεν έχει ενέργεια). Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Το φως είναι σβησμένο.
El televisor está apagado.
Η τηλεόραση είναι απενεργοποιημένη.
Me siento apagado hoy.
Η λέξη "apagado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Να είσαι σβησμένος σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει ενέργεια ή ενθουσιασμό.
Estar como un foco apagado
Μετάφραση: Να είσαι σαν μια σβησμένη λάμπα σημαίνει ότι ένα άτομο αισθάνεται χωρίς σημασία ή λίγο ξεχωριστό.
Pasar a un estado apagado
Μετάφραση: Να περάσεις σε μια σβησμένη κατάσταση σημαίνει να σταματήσεις να δίνεις προσοχή ή ενδιαφέρον σε κάτι.
Una voz apagada
Η λέξη "apagado" προέρχεται από το ρήμα "apagar," που σημαίνει "να σβήσω" ή "να απενεργοποιήσω." Η ρίζα του ρήματος είναι η λατινική λέξη "apāgāre."
Συνώνυμα:
- Sosegado (ήρεμος)
- Inactivo (ανενεργός)
- Silenciado (σιωπηλός)
Αντώνυμα:
- Encendido (αναμμένος)
- Activo (ενεργός)
- Vivo (ζωντανός)