Aparato είναι ουσιαστικό (noun).
Φωνητική μεταγραφή: [apaˈɾato]
Η λέξη "aparato" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε μια συσκευή ή μηχανισμό που εξυπηρετεί έναν ορισμένο σκοπό. Χρησιμοποιείται ευρέως και σε τεχνικά και καθημερινά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, με σχετικά ίσα ποσοστά σε προφορικό και γραπτό λόγο.
El aparato de aire acondicionado no funciona correctamente.
(Η συσκευή κλιματισμού δεν λειτουργεί σωστά.)
Compré un aparato para hacer ejercicio en casa.
(Αγόρασα μια συσκευή για να γυμνάζομαι στο σπίτι.)
Στη ισπανική γλώσσα, το "aparato" ενσωματώνεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
El aparato digestivo es esencial para la salud.
(Το πεπτικό σύστημα είναι ουσιαστικό για την υγεία.)
Aparato reproductor – Το αναπαραγωγικό σύστημα.
El aparato reproductor femenino tiene varias funciones.
(Το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα έχει πολλές λειτουργίες.)
Aparato de fotos – Φωτογραφική μηχανή.
Ella compró un nuevo aparato de fotos para su viaje.
(Αυτή αγόρασε μια καινούργια φωτογραφική μηχανή για το ταξίδι της.)
Aparato ortopédico – Ορθοπεδική συσκευή.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "apparatus," που σημαίνει "εξοπλισμένος" ή "ετοιμασμένος," το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ρήμα "appare," που σημαίνει "εμφανίζομαι."
Συνώνυμα: - dispositivo - máquina - equipo
Αντώνυμα: - desarme (ξεγύμνωμα, απογύμνωμα) - inoperante (μη λειτουργικός)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή εικόνα για τη λέξη "aparato" στη γλώσσα Ισπανικά.