aparecer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

aparecer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Aparecer είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/a.pa.ɾe.θeɾ/ (Σε σπανιότερες περιοχές όπως οι περισσότερες περιοχές της Λατινικής Αμερικής η φωνητική μπορεί να είναι /a.pa.ɾe.seɾ/)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το ρήμα aparecer χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της εμφάνισης ή της προέλευσης κάποιου πράγματος ή αντικειμένου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία contexts, πιθανώς συχνότερα στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό. Στη νομική γλώσσα μπορεί να αναφέρεται στην εμφάνιση ενός προσώπου ενώπιον αρχής ή δικαστηρίου.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El sol aparece todos los días por la mañana.
    (Ο ήλιος εμφανίζεται κάθε μέρα το πρωί.)

  2. Es importante aparecer en la lista para obtener la beca.
    (Είναι σημαντικό να εμφανιστείς στη λίστα για να λάβεις τη υποτροφία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη aparecer χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Aparecer de la nada.
    (Εμφανίζομαι από το πουθενά.)

  2. Aparecer como un fantasma.
    (Εμφανίζομαι σαν φάντασμα.)

  3. Aparecer en escena.
    (Εμφανίζομαι στη σκηνή.)

  4. Aparecer a la vista.
    (Εμφανίζομαι στα μάτια.)

  5. Aparecer en el momento oportuno.
    (Εμφανίζομαι τη σωστή στιγμή.)

Ετυμολογία

Η λέξη aparecer προέρχεται από τη λατινική λέξη appāre, που σημαίνει "εμφανίζομαι" ή "προκύπτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Manifestarse (εκδηλώνομαι) - Emerger (αναδύομαι)

Αντώνυμα: - Desaparecer (εξαφανίζομαι) - Ocultar (κρύβω)



22-07-2024