Aparecer είναι ρήμα.
/a.pa.ɾe.θeɾ/ (Σε σπανιότερες περιοχές όπως οι περισσότερες περιοχές της Λατινικής Αμερικής η φωνητική μπορεί να είναι /a.pa.ɾe.seɾ/)
Το ρήμα aparecer χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της εμφάνισης ή της προέλευσης κάποιου πράγματος ή αντικειμένου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία contexts, πιθανώς συχνότερα στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό. Στη νομική γλώσσα μπορεί να αναφέρεται στην εμφάνιση ενός προσώπου ενώπιον αρχής ή δικαστηρίου.
El sol aparece todos los días por la mañana.
(Ο ήλιος εμφανίζεται κάθε μέρα το πρωί.)
Es importante aparecer en la lista para obtener la beca.
(Είναι σημαντικό να εμφανιστείς στη λίστα για να λάβεις τη υποτροφία.)
Η λέξη aparecer χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Aparecer de la nada.
(Εμφανίζομαι από το πουθενά.)
Aparecer como un fantasma.
(Εμφανίζομαι σαν φάντασμα.)
Aparecer en escena.
(Εμφανίζομαι στη σκηνή.)
Aparecer a la vista.
(Εμφανίζομαι στα μάτια.)
Aparecer en el momento oportuno.
(Εμφανίζομαι τη σωστή στιγμή.)
Η λέξη aparecer προέρχεται από τη λατινική λέξη appāre, που σημαίνει "εμφανίζομαι" ή "προκύπτω".
Συνώνυμα: - Manifestarse (εκδηλώνομαι) - Emerger (αναδύομαι)
Αντώνυμα: - Desaparecer (εξαφανίζομαι) - Ocultar (κρύβω)