Το "aparecido" είναι ένα επίθετο και το παθητικό συμμετοχικό τύπο του ρήματος "aparecer" (να εμφανιστεί).
/a.pa.ɾe.ˈsi.ðo/
Η λέξη "aparecido" σημαίνει "αυτός που έχει εμφανιστεί". Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάτι ή κάποιον που έχει γίνει ορατός ή έχει φανεί. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά υπάρχει επίσης συχνή χρήση σε προφορικές συνομιλίες, ειδικά σε αφηγήσεις ή παραμύθια.
El pueblo estaba asombrado por el aparecido en el lago.
(Το χωριό ήταν έκπληκτο από τον εμφανισμένο στον λίμνη.)
Siempre hay un aparecido en las historias de fantasmas.
(Πάντα υπάρχει ένας εμφανισμένος στις ιστορίες φαντασμάτων.)
El aparecido fue un misterio para todos.
(Ο εμφανισμένος ήταν ένα μυστήριο για όλους.)
Dar a conocer a un aparecido.
(Να γνωστοποιήσω έναν εμφάνιση.)
Σημαίνει να συστήσω κάποιον που έχει πρόσφατα εμφανιστεί ή γίνει γνωστός.
Un aparecido sin raíces.
(Ένας εμφανισμένος χωρίς ρίζες.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει εγκαταλείψει τον τόπο καταγωγής του.
Parecer un aparecido.
(Να φαίνεται σαν κάποιος που έχει εμφανιστεί.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που φαίνεται ξαφνικά ή οποίος αναδύεται από το πουθενά.
Η λέξη "aparecido" προέρχεται από το ρήμα "aparecer", που σημαίνει "εμφανίζομαι". Είναι σύνθετη με το πρόθεμα "a-" (προς) και την ρίζα "-pecer", που σχετίζεται με την ιδέα του να βγαίνεις στην επιφάνεια ή να γίνεσαι ορατός.
Συνώνυμα: - surgido (αναδυθείς) - manifestado (εκδηλωμένος)
Αντώνυμα: - escondido (κρυμμένος) - ausente (απών)