Το "aparejador" είναι ουσιαστικό.
/a.pa.re.xaˈðor/
Η λέξη "aparejador" αναφέρεται σε κάποιον που έχει την ευθύνη για την εποπτεία, την οργάνωση και την εκτέλεση έργων οικοδομής. Στη νομική γλώσσα, είναι συχνά σχετική με τη διαδικασία κατασκευής και την τήρηση των κανονισμών. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα των κατασκευών και της αρχιτεκτονικής.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "aparejador" είναι αρκετά υψηλή σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα που σχετίζονται με την οικοδομή και την αρχιτεκτονική, περισσότερο στον γραπτό λόγο.
Ο επιβλέπων κατασκευών εξέτασε τα σχέδια πριν την έναρξη της κατασκευής.
Es importante que el aparejador tenga experiencia en su trabajo.
Είναι σημαντικό ο επιβλέπων κατασκευών να έχει εμπειρία στη δουλειά του.
El aparejador se encargó de coordinar a todos los trabajadores en la obra.
Η λέξη "aparejador" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις:
Ο επιβλέπων κατασκευών δεν είναι μόνο μεσολαβητής, αλλά και διευκολυντής έργων.
"Con la ayuda del aparejador, la obra se completó a tiempo."
Με τη βοήθεια του επιβλέποντα κατασκευών, το έργο ολοκληρώθηκε εγκαίρως.
"La función del aparejador es crucial para la calidad de la construcción."
Η λέξη "aparejador" προέρχεται από το ρήμα "aparejar", το οποίο σημαίνει "να ετοιμάσει" ή "να οργανώσει". Η κατάληξη "-dor" υποδηλώνει επαγγελματική ή κατ' εξοχήν δραστηριότητα.
Συνώνυμα: - técnico de construcción (τεχνικός κατασκευών) - arquitecto (αρχιτέκτονας) όταν αναφέρεται στην εκτέλεση του έργου
Αντώνυμα: - desorganizador (αταξία) - improvisador (αυτοσχεδίαση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "aparejador" και της χρήσης της σε διάφορα συμφραζόμενα.