Aparejar είναι ρήμα.
/a.pa.ɾeˈxaɾ/
Η λέξη "aparejar" υποδηλώνει την πράξη του να φέρνεις κάτι κοντά ή να προετοιμάζεις κάτι, συχνά μαθηματικά ή τεχνικά. Στη διαχείριση οικοδομικών ή ναυτικών έργων, μπορεί να αναφέρεται στην προετοιμασία για τη χρήση ή την εγκατάσταση υλικών.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να συναντηθεί περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, καθώς χρησιμοποιείται συνήθως σε τεχνικούς και νομικούς τομείς.
Necesitamos aparejar los materiales para la construcción.
Πρέπει να προετοιμάσουμε τα υλικά για την οικοδόμηση.
Es importante aparejar los argumentos antes de presentar el caso.
Είναι σημαντικό να φέρουμε κοντά τα επιχειρήματα πριν παρουσιάσουμε την υπόθεση.
El ingeniero tiene que aparejar todos los elementos del diseño.
Ο μηχανικός πρέπει να προετοιμάσει όλα τα στοιχεία του σχεδίου.
Η λέξη "aparejar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που συνήθως σχετίζονται με την προετοιμασία ή την οργάνωση.
Aparejar las ideas
Φέρνω κοντά τις ιδέες.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να οργανώσει τις σκέψεις του.
Aparejar un plan
Προετοιμάζω ένα σχέδιο.
Αναφέρεται στην προετοιμασία ή τον σχεδιασμό μιας συγκεκριμένης στρατηγικής.
Aparejar esfuerzos
Ενοποιώ τις προσπάθειες.
Χρησιμοποιείται όταν διαφορετικές ομάδες συνεργάζονται για έναν κοινό σκοπό.
Aparejar recursos
Συνδυάζω πόρους.
Σημαίνει ότι συλλέγονται ή οργανώνονται οι διαθέσιμοι πόροι για μια συγκεκριμένη χρήση.
Η λέξη προέρχεται από το ισπανικό "aparajar", το οποίο προέρχεται από τη σύνθεση του "aparar" (να βάλεις ή να τοποθετήσεις) και της λέξης "jar" (βάλτε).
Συνώνυμα:
- Organizar (οργανώνω)
- Preparar (προετοιμάζω)
- Asentar (εγκαθιστώ)
Αντώνυμα:
- Desorganizar (αναδιοργανώνω)
- Dispersar (διασκορπίζω)
- Descomponer (διασπάω)
Αυτές οι πληροφορίες αποκαλύπτουν την ευρεία χρήση και σημασία της λέξης "aparejar" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και την εφαρμογή της σε πολλούς τομείς.