aparentar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

aparentar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "aparentar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/a.pa.ɾenˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "aparentar" σημαίνει να δείχνει ή να φαίνεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, συνήθως είτε πραγματικά είτε ψευδώς. Χρησιμοποιείται κυρίως για την περιγραφή της συμπεριφοράς των ανθρώπων που προσπαθούν να φανούν διαφορετικοί από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε κοινωνικές ή ψυχολογικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων:

  1. Él aparenta ser más seguro de lo que realmente es.
    (Αυτός φαίνεται πιο σίγουρος από ότι είναι στην πραγματικότητα.)

  2. No debes aparentar lo que no eres.
    (Δεν πρέπει να προσποιείσαι αυτό που δεν είσαι.)

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "aparentar"

  1. Aparentar más de lo que se tiene.
    (Να φαίνεσαι περισσότερο από ότι έχεις.)
    Αυτό σημαίνει να προσποιείσαι ότι είσαι σε καλύτερη ή πιο πλούσια κατάσταση από αυτή που πραγματικά είσαι.

  2. Aparentar felicidad.
    (Να φαίνεσαι ευτυχισμένος.)
    Αυτό αναφέρεται σε ανθρώπους που προσποιούνται ευτυχία, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να μην είναι.

  3. No hay que aparentar.
    (Δεν πρέπει να προσποιούμαστε.)
    Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να αναδείξει την αξία της αυθεντικότητας και της ειλικρίνειας.

  4. Aparentar calma en momentos de crisis.
    (Να φαίνεσαι ήρεμος σε στιγμές κρίσης.)
    Αυτή η έκφραση περιγράφει την ικανότητα να διατηρείς την ψυχραιμία σου ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "aparentar" προέρχεται από το λατινικό "apparentare", που σημαίνει "να φαίνεται" ή "να προβάλλεται". Το πρόθεμα "a-" συνδέεται με το "parere", που σημαίνει "να φαίνεται".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "aparentar", συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων πτυχών της εντός της ισπανικής γλώσσας.



22-07-2024