Η λέξη "apatrida" είναι ουσιαστικό.
/a.paˈtɾi.ða/
Η λέξη "apatrida" αναφέρεται σε άτομο που δεν έχει καμία εθνικότητα ή πατρίδα. Αυτά τα άτομα συχνά δεν αναγνωρίζονται από κανένα κράτος ως πολίτες, γεγονός που προκαλεί προβλήματα σχετικά με δικαιώματα και νομική υπόσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον χώρο του δικαίου, ειδικότερα σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικού ασύλου. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή στις νομικές και ανθρωπιστικές συζητήσεις, περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Ο άπατρις δεν έχει δικαιώματα σε καμία χώρα.
Muchos apátridas viven en condiciones precarias.
Πολλοί άπατριδες ζουν σε precarias συνθήκες.
La organización ayuda a los apátridas a obtener documentos de identidad.
Η λέξη "apatrida" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε καταστάσεις όπου η ταυτότητα ή η νομική κατάσταση κάποιου ατόμου είναι αβέβαιη.
"Το να αισθάνεσαι άπατρις είναι ένα συναίσθημα αβεβαιότητας."
"Los apátridas a menudo enfrentan discriminación."
"Οι άπατριδες συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις."
"La lucha por los derechos de los apátridas continúa."
Η λέξη "apatrida" προέρχεται από τα ελληνικά "α-" (χωρίς) και "πάτρις" (πατρίδα), που σημαίνει "χωρίς πατρίδα".