apegarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

apegarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

«Apegarse» είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /apeˈɣaɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη «apegarse» σημαίνει να προσκολλώνεσαι ή να κολλάς σε κάτι, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την έντονη σύνδεση ή προσκόλληση σε πρόσωπα, ιδέες, ή αντικείμενα. Η λέξη έχει μια πιο συναισθηματική διάσταση σε πολλές περιπτώσεις, εκφράζοντας την επιθυμία ή την ανάγκη να παραμείνεις κοντά σε κάτι ή κάποιον.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή λίγες φορές και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Es importante apegarse a nuestras emociones."
  2. «Είναι σημαντικό να προσκολλόμαστε στα συναισθήματά μας.»

  3. "Los niños tienden a apegarse a sus juguetes."

  4. «Τα παιδιά τείνουν να κολλάνε στα παιχνίδια τους.»

  5. "A veces es difícil apegarse a los recuerdos."

  6. «Κάποιες φορές είναι δύσκολο να εμμένεις στις αναμνήσεις.»

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη «apegarse» χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

  1. "Apegarse a las enseñanzas."
  2. «Να προσκολλάσαι στις διδασκαλίες.»

  3. "Nunca te apegues demasiado a algo."

  4. «Ποτέ μην προσκολλάσαι πολύ σε κάτι.»

  5. "Apegarse a la rutina puede ser cómodo."

  6. «Το να κολλάς στη ρουτίνα μπορεί να είναι βολικό.»

  7. "Nos apegamos a nuestras tradiciones."

  8. «Προσκολλόμαστε στις παραδόσεις μας.»

  9. "Ella se apegó mucho a su familia."

  10. «Αυτή προσκολλήθηκε πολύ στην οικογένειά της.»

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη «apegarse» προέρχεται από τη συνένωση του προθέματος «a-» και του ρήματος «pegar» που σημαίνει «κολλάω». Η ρίζα της έχει ρίζες στη λατινική γλώσσα, όπου το «pāgāre» σημαίνει «να κολλήσεις».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Adherirse (να κολλάς) - Sujetarse (να κρατιέσαι)

Αντώνυμα: - Separarse (να απομακρύνεσαι) - Desprenderse (να αποκολληθείς)



23-07-2024