«Apegarse» είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /apeˈɣaɾse/
Η λέξη «apegarse» σημαίνει να προσκολλώνεσαι ή να κολλάς σε κάτι, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την έντονη σύνδεση ή προσκόλληση σε πρόσωπα, ιδέες, ή αντικείμενα. Η λέξη έχει μια πιο συναισθηματική διάσταση σε πολλές περιπτώσεις, εκφράζοντας την επιθυμία ή την ανάγκη να παραμείνεις κοντά σε κάτι ή κάποιον.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή λίγες φορές και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
«Είναι σημαντικό να προσκολλόμαστε στα συναισθήματά μας.»
"Los niños tienden a apegarse a sus juguetes."
«Τα παιδιά τείνουν να κολλάνε στα παιχνίδια τους.»
"A veces es difícil apegarse a los recuerdos."
Η λέξη «apegarse» χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
«Να προσκολλάσαι στις διδασκαλίες.»
"Nunca te apegues demasiado a algo."
«Ποτέ μην προσκολλάσαι πολύ σε κάτι.»
"Apegarse a la rutina puede ser cómodo."
«Το να κολλάς στη ρουτίνα μπορεί να είναι βολικό.»
"Nos apegamos a nuestras tradiciones."
«Προσκολλόμαστε στις παραδόσεις μας.»
"Ella se apegó mucho a su familia."
Η λέξη «apegarse» προέρχεται από τη συνένωση του προθέματος «a-» και του ρήματος «pegar» που σημαίνει «κολλάω». Η ρίζα της έχει ρίζες στη λατινική γλώσσα, όπου το «pāgāre» σημαίνει «να κολλήσεις».
Συνώνυμα: - Adherirse (να κολλάς) - Sujetarse (να κρατιέσαι)
Αντώνυμα: - Separarse (να απομακρύνεσαι) - Desprenderse (να αποκολληθείς)