Η λέξη "apenado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "apenado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /apeˈna.ðo/
Η λέξη "apenado" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - στεναχωρημένος - λυπημένος - θλιμμένος
Η λέξη "apenado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αισθάνεται λύπη ή αμηχανία. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης σε γραπτό πλαίσιο.
Αυτός ήταν στεναχωρημένος από τα νέα.
Se sentía apenado por haber olvidado su cumpleaños.
Ντραπήκε γιατί είχε ξεχάσει τα γενέθλια της.
La niña se puso apenada cuando se dio cuenta de su error.
Να είσαι λυπημένος σαν ένα παιδί που έχασε το παιχνίδι του.
Se me quedó apenado el rostro al escuchar la noticia.
Το πρόσωπό μου έμεινε λυπημένο όταν άκουσα τα νέα.
El apenado silencio llenó la habitación tras la tragedia.
Η λυπημένη σιωπή γέμισε το δωμάτιο μετά την τραγωδία.
Apenado, pidió disculpas por su comportamiento.
Λυπημένος, ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά του.
Una mirada apenada puede revelar más de lo que las palabras dicen.
Η λέξη "apenado" προέρχεται από το ρήμα "apenar", το οποίο σημαίνει "να προκαλεί λύπη ή θλίψη". Η ρίζα του προέρχεται από το λατινικό "paenitẹre".
Συνώνυμα: - Lamentable (λυπηρό) - Triste (θλιμμένο) - Desolado (ερημωμένο)
Αντώνυμα: - Alegre (χαρούμενος) - Contento (ικανοποιημένος) - Optimista (αισιόδοξος)