Το "apestar" είναι ρήμα.
/apeˈstaɾ/
Το "apestar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που εκπέμπει άσχημη μυρωδιά ή να χαρακτηριστεί ποιος ή τι έχει κακή οσμή. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά συναντώμενη στον προφορικό λόγο.
La basura apesta.
(Η σαβούρα βρωμάει.)
Cuando se quema la comida, la casa apesta.
(Όταν καίγεται το φαγητό, το σπίτι μυρίζει άσχημα.)
Η λέξη "apestar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Apestar a vino.
(Μυρίζει κρασί.)
Σημαίνει ότι κάτι έχει ενδείξεις ή χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στο κρασί.
Eso apesta.
(Αυτό βρωμάει.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι ύποπτο ή άσχημο.
Apesta a trampa.
(Μυρίζει παγίδα.)
Χρησιμοποιείται όταν κάτι φαίνεται ύποπτο ή όταν αισθάνεσαι ότι υπάρχει απάτη.
No me hagas apestar.
(Μην με κάνεις να βρωμίσω.)
Μια έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος δεν θέλει να εμπλακεί σε κάτι κακό ή ύποπτο.
Apesta a mentira.
(Μυρίζει ψέμα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι φαίνεται αναξιόπιστο ή ψευδές.
Η λέξη "apestar" προέρχεται από το λατινικό "pestare", που σημαίνει να προκαλείς κακή οσμή ή να κάνεις κάτι που είναι ενοχλητικό.
Συνώνυμα: - Oler mal (μυρίζει άσχημα) - Bostear (βρωμάω, συνήθως χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιστάσεις)
Αντώνυμα: - Aromatizar (αρωματίζω) - Oler bien (μυρίζει καλά)