Adjetivo (επίθετο)
/a.peˈs.to.so/
Η λέξη "apestoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά. Συνήθως αναφέρεται σε πράγματα που είναι βρώμικα ή που εκπέμπουν μια αηδιαστική οσμή. Είναι πιο κοινό στην προφορική γλώσσα παρά στο γραπτό κείμενο.
Το μαντήλι ήταν βρώμικο αφού ήταν στην τσέπη όλη μέρα.
No aguanto el olor apestoso de la basura.
Δεν αντέχω την βρώμικη μυρωδιά των σκουπιδιών.
El apestoso queso quedó olvidado en la nevera.
Η λέξη "apestoso" μπορεί να εμπλέκεται σε ιδιώματα και εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Ένας χώρος ή κατάσταση που είναι άσχημα ή ανεπιθύμητα.)
“Apestoso como un zorrillo”
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι εξαιρετικά βρώμικος.)
“Ese lugar huele apestoso”
(Μια περιγραφή χώρου που αναφέρεται σε ανεπιθύμητη οσμή.)
“Tiene una actitud apestosa.”
(Αναφέρεται σε κάποιον με αρνητική ή ενοχλητική συμπεριφορά.)
“Ese perro es apestoso.”
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική ρίζα "pestis", που σημαίνει "πλασματικός, μολυσμένος", σε συνδυασμό με το επίθημα "-oso", που προσδιορίζει ότι κάτι έχει την ποιότητα να είναι ή να μοιάζει με κάτι.
Συνώνυμα: - Fétido (δύσοσμος) - Maloliente (κακώς μυρωδιάς)
Αντώνυμα: - Fragante (αρωματικός) - Olfativo (ευχάριστος στην οσμή)