apestoso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

apestoso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adjetivo (επίθετο)

Φωνητική μεταγραφή

/a.peˈs.to.so/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "apestoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά. Συνήθως αναφέρεται σε πράγματα που είναι βρώμικα ή που εκπέμπουν μια αηδιαστική οσμή. Είναι πιο κοινό στην προφορική γλώσσα παρά στο γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El pañuelo estaba apestoso después de estar en el bolsillo todo el día.
  2. Το μαντήλι ήταν βρώμικο αφού ήταν στην τσέπη όλη μέρα.

  3. No aguanto el olor apestoso de la basura.

  4. Δεν αντέχω την βρώμικη μυρωδιά των σκουπιδιών.

  5. El apestoso queso quedó olvidado en la nevera.

  6. Το βρωμερό τυρί έμεινε ξεχασμένο στο ψυγείο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "apestoso" μπορεί να εμπλέκεται σε ιδιώματα και εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. “Estar en un ambiente apestoso”
  2. Να βρίσκεσαι σε μια βρώμικη ατμόσφαιρα.
  3. (Ένας χώρος ή κατάσταση που είναι άσχημα ή ανεπιθύμητα.)

  4. “Apestoso como un zorrillo”

  5. Βρώμικος σαν μια σκαντζόχοιρο.
  6. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι εξαιρετικά βρώμικος.)

  7. “Ese lugar huele apestoso”

  8. Αυτό το μέρος μυρίζει βρώμικα.
  9. (Μια περιγραφή χώρου που αναφέρεται σε ανεπιθύμητη οσμή.)

  10. “Tiene una actitud apestosa.”

  11. Έχει μια βρώμικη στάση.
  12. (Αναφέρεται σε κάποιον με αρνητική ή ενοχλητική συμπεριφορά.)

  13. “Ese perro es apestoso.”

  14. Αυτή η γάτα είναι βρώμικη.
  15. (Αναφέρεται σε κατοικίδιο που μπορεί να έχει μια κακή μυρωδιά.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από τη λατινική ρίζα "pestis", που σημαίνει "πλασματικός, μολυσμένος", σε συνδυασμό με το επίθημα "-oso", που προσδιορίζει ότι κάτι έχει την ποιότητα να είναι ή να μοιάζει με κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fétido (δύσοσμος) - Maloliente (κακώς μυρωδιάς)

Αντώνυμα: - Fragante (αρωματικός) - Olfativo (ευχάριστος στην οσμή)



23-07-2024