Apetecer είναι ρήμα.
/a.pe.teˈθeɾ/ (σε ισπανικά προφορά περιοχής που χρησιμοποιεί τον ήχο /θ/ σαν στη λέξη "cielo", αλλιώς /a.pe.teˈseɾ/ για περιοχές που χρησιμοποιούν τον ήχο /s/)
Η λέξη apetecer χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμία ή την όρεξη κάποιου για κάτι ιδιαίτερο, όπως ένα φαγητό, μια δραστηριότητα, ή μια κατάσταση. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.
Hoy me apetece comer pizza.
Σήμερα μου έρχεται να φάω πίτσα.
¿Te apetece ir al cine esta noche?
Σου έρχεται να πάμε σινεμά απόψε;
A ella le apetece hacer ejercicio por la mañana.
Αυτήν της έρχεται όρεξη να γυμναστεί το πρωί.
Apetecer χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Me apetece un café.
Μου έρχεται να πιω έναν καφέ.
Cuando hace frío, me apetece quedarme en casa.
Όταν κάνει κρύο, μου έρχεται να μείνω σπίτι.
No me apetece salir esta noche.
Δεν μου έρχεται να βγω απόψε.
A veces, simplemente no apetece hacer nada.
Μερικές φορές, απλώς δεν έχεις όρεξη να κάνεις τίποτα.
Si te apetece, podemos ver una película.
Αν σου έρχεται, podemos να δούμε μια ταινία.
Η λέξη apetecer προέρχεται από την λατινική λέξη "apetīre", η οποία σημαίνει "να επιθυμείς" ή "να προσβλέπεις".
Συνώνυμα: - Desear (να επιθυμείς) - Querer (να θέλεις)
Αντώνυμα: - Desagradar (να μη αρέσει) - Rechazar (να απορρίψεις)