Ρήμα.
/apaˈilaɾ/
Η λέξη "apilar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του στοιβαγμένου ή της συγκέντρωσης αντικειμένων το ένα πάνω στο άλλο. Είναι συχνά σχετική με τη διαδικασία αποθήκευσης ή οργανωτικής διαχείρισης. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, το "apilar" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε τεχνικά ή περιγραφικά κείμενα.
Los trabajadores deben apilar las cajas correctamente.
(Οι εργάτες πρέπει να στοιβάξουν τα κιβώτια σωστά.)
Es importante apilar los libros en orden para no dañarlos.
(Είναι σημαντικό να στοιβάζουμε τα βιβλία σε σειρά για να μην τα καταστρέψουμε.)
Η λέξη "apilar" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε κάποιες καταστάσεις που σχετίζονται με τη δουλειά ή την οργάνωση. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Apilar responsabilidades puede llevar al estrés.
(Η συσσώρευση ευθυνών μπορεί να οδηγήσει σε άγχος.)
Si apilas la comida en la nevera, se conservará mejor.
(Αν στοιβάξεις το φαγητό στο ψυγείο, θα διατηρηθεί καλύτερα.)
Es fácil apilar los juguetes si tienes una caja adecuada.
(Είναι εύκολο να στοιβάξεις τα παιχνίδια αν έχεις ένα κατάλληλο κουτί.)
Η λέξη "apilar" προέρχεται από τη συνένωση του προθήματος "a-" με το ρήμα "pilare", το οποίο στον αρχαίο Ισπανικό σημαίνει "να στοιβάξεις".
Συνώνυμα: - amontonar - acumular - reunir
Αντώνυμα: - deshacer - dispersar - separar