aplásico - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aplásico (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "aplásico" είναι επίθετο το οποίο χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "aplásico" είναι /aˈplasiko/.

Χρήση

Η λέξη "aplásico" χρησιμοποιείται στην ισπανική για να περιγράψει κάτι που είναι σχετικό με την απλασία (aplasia) στον τομέα της ιατρικής. Συνήθως χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, καθώς αφορά πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις υγείας.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El paciente presentaba un cuadro aplásico grave. (Ο ασθενής είχε σοβαρό απλασικό σύνδρομο.)
  2. Durante el tratamiento, se desarrolló una anemia aplásica. (Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ανέπτυξε μια απλασική αναιμία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "aplásico" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aplasia", η οποία σημαίνει έλλειψη ανάπτυξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα