Η λέξη "aplacar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "aplacar" είναι /aplaˈkaɾ/.
Η λέξη "aplacar" σημαίνει να καταπραΰνει ή να ηρεμεί, συνήθως σε μια κατάσταση που απαιτεί μείωση της έντασης ή της αναστάτωσης. Χρησιμεύει συχνά στην περιγραφή καταστάσεων που σχετίζονται με τη μείωση συναισθημάτων, όπως ο θυμός ή η ανησυχία.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό, ειδικά σε πιο επίσημα κείμενα.
Η ήρεμη μουσική βοηθά να καταπραΰνει την ανησυχία.
Los padres trataron de aplacar el enojo de su hijo.
Οι γονείς προσπάθησαν να ηρεμήσουν το θυμό του γιου τους.
El agua fría puede aplacar la sed rápidamente.
Η λέξη "aplacar" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις καθώς είναι πιο τεχνική. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δώσει νόημα σε καταστάσεις:
(Όταν υπάρχει αναστάτωση και επιθυμία για ηρεμία)
Aplacar la tormenta.
(Μεταφορικά χρησιμοποιούμενο για να δηλώσει την ηρεμία ύστερα από μια αναταραχή)
Aplacar los ánimos.
Η λέξη "aplacar" προέρχεται από το λατινικό "applacare", το οποίο είναι composto από το "ad" (προς) και το "placare" (να ηρεμίσει, να καταπραΰνει).
tranquilizar
Αντώνυμα: