aplacar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

aplacar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "aplacar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "aplacar" είναι /aplaˈkaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "aplacar" σημαίνει να καταπραΰνει ή να ηρεμεί, συνήθως σε μια κατάσταση που απαιτεί μείωση της έντασης ή της αναστάτωσης. Χρησιμεύει συχνά στην περιγραφή καταστάσεων που σχετίζονται με τη μείωση συναισθημάτων, όπως ο θυμός ή η ανησυχία.

Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό, ειδικά σε πιο επίσημα κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La música suave ayuda a aplacar la ansiedad.
  2. Η ήρεμη μουσική βοηθά να καταπραΰνει την ανησυχία.

  3. Los padres trataron de aplacar el enojo de su hijo.

  4. Οι γονείς προσπάθησαν να ηρεμήσουν το θυμό του γιου τους.

  5. El agua fría puede aplacar la sed rápidamente.

  6. Το κρύο νερό μπορεί να κατευνάσει γρήγορα τη δίψα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "aplacar" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις καθώς είναι πιο τεχνική. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δώσει νόημα σε καταστάσεις:

  1. Aplacar las aguas.
  2. Να ηρεμήσουν τα πράγματα.
  3. (Όταν υπάρχει αναστάτωση και επιθυμία για ηρεμία)

  4. Aplacar la tormenta.

  5. Να ηρεμήσει η καταιγίδα.
  6. (Μεταφορικά χρησιμοποιούμενο για να δηλώσει την ηρεμία ύστερα από μια αναταραχή)

  7. Aplacar los ánimos.

  8. Να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
  9. (Όταν οι άνθρωποι είναι αναστατωμένοι και χρειάζονται ηρεμία)

Ετυμολογία

Η λέξη "aplacar" προέρχεται από το λατινικό "applacare", το οποίο είναι composto από το "ad" (προς) και το "placare" (να ηρεμίσει, να καταπραΰνει).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024