Aplazamiento είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /a.plaθ.a.men.to/
Η λέξη aplazamiento χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη ή το αποτέλεσμα της αναβολής ή της καθυστέρησης ενός γεγονότος ή μιας διαδικασίας. Στη νομική γλώσσα, συχνά αναφέρεται σε αναβολές δικαστικών διαδικασιών ή προθεσμιών.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση στον γραπτό λόγο για νομικά και διοικητικά ζητήματα.
Se ha solicitado un aplazamiento de la audiencia.
(Έχει ζητηθεί αναβολή της ακρόασης.)
El aplazamiento del juicio fue anunciado por el juez.
(Η αναβολή της δίκης ανακοινώθηκε από τον δικαστή.)
Necesitamos un aplazamiento en la entrega del proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια αναβολή στην παράδοση του έργου.)
Η λέξη aplazamiento δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται στην αναβολή ή καθυστέρηση.
Pedir un aplazamiento de pago.
(Να ζητήσει αναβολή πληρωμής.)
El aplazamiento puede dar más tiempo para reflexionar.
(Η αναβολή μπορεί να δώσει περισσότερη ώρα για σκέψη.)
No se aceptan aplazamientos en este tipo de procedimientos.
(Δεν γίνονται αποδεκτές αναβολές σε αυτού του είδους τις διαδικασίες.)
El aplazamiento de las decisiones es a veces necesario.
(Η αναβολή των αποφάσεων είναι μερικές φορές απαραίτητη.)
Η λέξη aplazamiento προέρχεται από το ρήμα aplazar, το οποίο σημαίνει «αναβάλλω», και αυτό έχει τις ρίζες του στο επίθετο plazo (προθεσμία, χρονικό διάστημα).
Συνώνυμα: - Dilación (καθυστέρηση) - Postergación (αναβολή)
Αντώνυμα: - Promoción (προώθηση) - Aceleración (ταχύτητα, επιτάχυνση)