Ρήμα.
/a.pliˈkaɾ/
Η λέξη "aplicar" στα ισπανικά σημαίνει "εφαρμόζω" ή "χρησιμοποιώ" κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συγκείμενο. Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στη διαδικασία εφαρμογής ενός κανόνα, ενός νόμου, μιας μεθόδου ή μιας ιδέας. Επίσης, μπορεί να σημαίνει "δουλέυω ως" ή "υποβάλλω αίτηση" (π.χ. να υποβάλω αίτηση για δουλειά ή πανεπιστήμιο).
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να βρεθεί σε τόσο γραπτά όσο και προφορικά κείμενα.
Es necesario aplicar la nueva ley en todos los casos.
(Είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί ο νέος νόμος σε όλες τις περιπτώσεις.)
Voy a aplicar mis conocimientos en este nuevo proyecto.
(Θα εφαρμόσω τις γνώσεις μου σε αυτό το νέο έργο.)
¿Cómo se aplica este procedimiento?
(Πώς εφαρμόζεται αυτή η διαδικασία;)
Η λέξη "aplicar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Aplicar sobre el terreno
(Εφαρμόζω στην πράξη)
Αυτό σημαίνει να εφαρμόζει κανείς θεωρίες ή έννοιες σε πραγματικές καταστάσεις.
Aplicarse en algo
(Επικεντρώνομαι σε κάτι)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος επικεντρώνεται ή εργάζεται σκληρά σε συγκεκριμένο τομέα.
Aplicar reglas de oro
(Εφαρμόζω χρυσούς κανόνες)
Αναφέρεται στην εφαρμογή αποδεδειγμένων κανόνων ή συμβουλών που έχουν θετικά αποτελέσματα.
No aplicar reglas, es un error
(Η μη εφαρμογή κανόνων είναι λάθος.)
Αναφέρεται στη σημαντικότητα της τήρησης κανόνων σε διάφορους τομείς.
Aplicar el sentido común
(Εφαρμόζω τη λογική)
Σημαίνει να χρησιμοποιεί κάποιος τη λογική και τη συνείδηση του για να κάνει σωστές αποφάσεις.
Η λέξη "aplicar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "applicare," η οποία συνδυάζει το "ad-" (προς) και "plicare" (διπλώνω ή εφαρμόζω).
Συνώνυμα: - imponer (επιβάλλω) - usar (χρησιμοποιώ) - presentar (παρουσιάζω)
Αντώνυμα: - deshechar (απορρίπτω) - ignorar (αγνοώ) - rechazar (αρνούμαι)