Το "aplique" είναι ρήμα.
/aˈplike/
Στα Ισπανικά, "aplique" μπορεί να έχει διαφορετικές σημασίες ανάλογα με το συμφραζόμενο. Συνήθως σημαίνει την εφαρμογή ή προσάρτηση ενός στοιχείου. Στον τομέα του θεάτρου, μπορεί να αναφέρεται σε κάποιο είδος σκηνικής χρήσης ή τεχνικής που αφορά την προσθήκη στοιχείων στην παράσταση.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "aplique" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε τεχνικά και θεατρικά συμφραζόμενα.
Ο αρχιτέκτονας πρότεινε ένα νέο σχηματισμό για τον φωτισμό του σαλονιού.
El director decidió utilizar un aplique en la escenografía.
"Η εφαρμογή του σχεδίου του ήταν πολύ καινοτόμος."
"Es importante tener un buen aplique en la presentación."
"Είναι σημαντικό να έχεις μια καλή εφαρμογή στην παρουσίαση."
"El aplique del complemento le dio un toque especial."
"Η εφαρμογή του συμπληρώματος του έδωσε μια ξεχωριστή πινελιά."
"Necesitamos un aplique práctico para el proyecto."
"Χρειαζόμαστε μια πρακτική εφαρμογή για το έργο."
"Su aplique en el teatro fue aclamado por la crítica."
Η λέξη "aplique" προέρχεται από το λατινικό "applicare", που σημαίνει "εφαρμόζω" ή "προσαρτώ".