Η λέξη "apocado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /apaˈkaðo/
Η λέξη "apocado" προέρχεται από το ρήμα "apocar", που σημαίνει να απομακρύνεις ή να απελευθερώνεις κάποιον ή κάτι. Στη χρήση της, η λέξη "apocado" αναφέρεται σε κάτι που έχει αποδεσμευτεί ή έχει απελευθερωθεί από κάποιο περιορισμό ή καταπίεση. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.
El niño se siente apocado después de la pelea.
(Το παιδί αισθάνεται απελευθερωμένο μετά τη μάχη.)
Después de años de estrés, finalmente se siente apocado.
(Μετά από χρόνια άγχους, επιτέλους αισθάνεται ελεύθερος.)
Η λέξη "apocado" δεν έχει πολλές γνώριμες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Está apocado porque no le dieron el trabajo.
(Είναι απελευθερωμένος γιατί δεν του έδωσαν τη δουλειά.)
Se siente apocado por la presión de los exámenes.
(Αισθάνεται ελεύθερος από την πίεση των εξετάσεων.)
Nunca te sientas apocado por tus sentimientos.
(Ποτέ μην αισθάνεσαι απελευθερωμένος από τα συναισθήματά σου.)
Η λέξη "apocado" προέρχεται από το ρήμα "apocar", το οποίο έχει ρίζες στα λατινικά "appocare", που σημαίνει να απομακρύνεις ή να απελευθερώνεις.
Συνώνυμα: - Liberado (απελευθερωμένος) - Desprendido (αποδεσμευμένος)
Αντώνυμα: - Aprehensivo (φοβισμένος) - Oprimido (καταπιεσμένος)