Ο όρος "apoderado" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/apoˈðeɾaðo/
Η λέξη "apoderado" χρησιμοποιείται στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο για να αναφερθεί σε ένα άτομο που έχει εξουσία ή αναγνώριση να εκπροσωπεί έναν άλλο, συχνά μέσω μιας νομικά αναγνωρισμένης εντολής. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στα γραπτά κείμενα, καθώς βρίσκεται συνήθως σε νομικές συμβάσεις, συμβόλαια και έγγραφα που σχετίζονται με τη λήψη αποφάσεων και αντιπροσωπευτικά δικαιώματα.
El apoderado firmó el contrato en nombre de la empresa.
(Ο αντιπρόσωπος υπέγραψε τη σύμβαση εκ μέρους της εταιρείας.)
Mi hermano es el apoderado de nuestros padres para la venta de la casa.
(Ο αδερφός μου είναι ο εκπρόσωπος των γονιών μας για την πώληση του σπιτιού.)
El apoderado legal se encargó de resolver el conflicto.
(Ο νομικός εκπρόσωπος φρόντισε να επιλύσει τη διαμάχη.)
Η λέξη "apoderado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπροσώπηση και τη νομική εξουσία:
Ser apoderado de alguien significa tener mucha responsabilidad.
(Να είσαι αντιπρόσωπος κάποιου σημαίνει να έχεις μεγάλη ευθύνη.)
Un apoderado bien informado es clave para el éxito de la negociación.
(Ένας καλά ενημερωμένος εκπρόσωπος είναι το κλειδί για την επιτυχία της διαπραγμάτευσης.)
El apoderado debe actuar siempre en el mejor interés del representado.
(Ο εκπρόσωπος πρέπει να ενεργεί πάντα προς το καλύτερο συμφέρον του εκπροσωπούμενου.)
Es importante que el apoderado tenga la confianza de su representado.
(Είναι σημαντικό ο εκπρόσωπος να έχει την εμπιστοσύνη του εκπροσωπούμενου.)
Un apoderado efectivo puede influir en decisiones clave para la empresa.
(Ένας αποτελεσματικός εκπρόσωπος μπορεί να επηρεάσει κρίσιμες αποφάσεις για την εταιρεία.)
Cuando un apoderado recibe instrucciones contradictorias, puede crear conflictos.
(Όταν ένας εκπρόσωπος λαμβάνει αντικρουόμενες οδηγίες, μπορεί να δημιουργήσει συγκρούσεις.)
Η λέξη "apoderado" προέρχεται από το ρήμα "apoderar", που σημαίνει "να εξουσιοδοτεί" ή "να δίνει δύναμη". Αποτυπώνει την έννοια της εκχώρησης εξουσίας σε ένα άτομο, ώστε να ενεργεί εκ μέρους άλλου.
Συνώνυμα: - representante - delegado - mandatario
Αντώνυμα: - desestimado (απαξιωμένος) - sin poder (χωρίς εξουσία) - oponente (αντίπαλος)