Το "apoderar" είναι ρήμα.
/apo̞de̞ˈɾaɾ/
Η λέξη "apoderar" σημαίνει την πράξη της παροχής ή παραχώρησης εξουσίας ή δύναμης σε κάποιον. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή επίσημα πλαίσια, όταν αναφερόμαστε στη διαδικασία εξουσιοδότησης κάποιου ατόμου να ενεργήσει εκ μέρους κάποιου άλλου. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, το "apoderar" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
"Ο δικηγόρος θα εξουσιοδοτήσει τον πελάτη του ώστε να μπορέσει να υπογράψει τη σύμβαση."
"Es necesario apoderar a alguien de confianza para manejar tus asuntos."
Το "apoderar" χρησιμοποιείται σπάνια σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις που ενσωματώνουν τη λέξη:
"Η εξουσία της κατάστασης είναι κλειδί για την επιτυχία."
"Cuando te apoderas de tus miedos, puedes lograr grandes cosas."
"Όταν εξουσιοδοτείς τους φόβους σου, μπορείς να επιτύχεις σπουδαία πράγματα."
"El líder debe apoderar a su equipo para tomar decisiones."
Η λέξη "apoderar" προέρχεται από το λατινικό "appoderare", όπου το πρόθεμα "a-" σημαίνει "παράλληλα" και "poder" σημαίνει "δύναμη".
Συνώνυμα - otorgar (παρέχω) - delegar (αναθέτω)
Αντώνυμα - despojar (αφαιρώ εξουσία) - privar (στερώ)
Αυτές οι πληροφορίες έρχονται να αναδείξουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "apoderar" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τις ιδιότητες της σε διαφορετικά πλαίσια.